- τερψίνοος
- τερψί-νοος, das Herz erfreuend
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
τερψινόοιο — τερψίνοος heart gladdening masc/fem/neut gen sg (epic) τερψίνους masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τερψινόοις — τερψίνοος heart gladdening masc/fem/neut dat pl τερψίνους masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τερψινόου — τερψίνοος heart gladdening masc/fem/neut gen sg τερψίνους masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τερψινόων — τερψίνοος heart gladdening masc/fem/neut gen pl τερψίνους masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τερψινόῳ — τερψίνοος heart gladdening masc/fem/neut dat sg τερψίνους masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν … Dictionary of Greek